ItalianoGreco


conclùso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈkluzo]

1 πλήρης
2 εξαντλητικός
3 εξονυχιστικός
4 αποτελεσματικός
5 τελειωμένος
6 τελικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---