conduzióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtsjone]
1 μεταφορά νευρικών σημάτων
2 αγωγιμότητα
3 ενοικιασμένη περιουσία
4 διαχείριση
5 διεύθυνση
6 διοίκηση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kondutˈtsjone]
1 μεταφορά νευρικών σημάτων
2 αγωγιμότητα
3 ενοικιασμένη περιουσία
4 διαχείριση
5 διεύθυνση
6 διοίκηση
permalink
conduzione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android