ItalianoGreco


congegnàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konʤeɲˈɲare]

1 μηχανεύομαι
2 σκαρφίζομαι
3 κατασκευάζω
4 μοντάρω
5 συναρμολογώ
6 σοφίζομαι
7 σκαρώνω
8 επινοώ
9 εφευρίσκω
10 φτιάχνω
11 σχεδιάζω
12 ανακαλύπτω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z