cònio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔnjo]
1 κατασκευή νομισμάτων
2 καλούπι
3 νομίσματα κάποιας περιόδου
4 κόψιμο νομίσματος
5 παράσταση νομίσματος ή μεταλλίου
6 μήτρα κοπής μεταλλίου ή νομίσματος
7 απότύπωμα
8 στάμπα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔnjo]
1 κατασκευή νομισμάτων
2 καλούπι
3 νομίσματα κάποιας περιόδου
4 κόψιμο νομίσματος
5 παράσταση νομίσματος ή μεταλλίου
6 μήτρα κοπής μεταλλίου ή νομίσματος
7 απότύπωμα
8 στάμπα
permalink
conio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android