ItalianoGreco


consorziàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [konsorˈtsjare]

1 συμμετέχω σε κοινοπραξία
2 συνεταιρίζομαι

consorziàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [konsorˈtsjarsi]

1 συμμετέχω σε κοινοπραξία
2 συνεταιρίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z