ItalianoGreco


contàgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtaʤo]

1 επίδραση που διαδίδεται
2 επιρροή που διαδίδεται γρήγορα
3 μεταδοτική ασθένεια
4 μόλυνση
5 μετάδοση ασθένειας με επαφή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---