ItalianoGreco


contànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtante]

μετρητός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pagamento [αρσ.] in contanti = η πληρωμή σε μετρητά || pagare in contanti = πληρώνω σε μετρητά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---