ItalianoGreco


contenzióso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtsjoso], [kontenˈtsjozo]

1 δικαστικές υποθέσεις
2 φιλόνικος
3 καβγατζής
4 εχθρική δικαιοδοσία
5 εχθρική ή ανταγωνιστική διαδικασία
6 νομική υπηρεσία

contenzióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontenˈtsjoso], [kontenˈtsjozo]

1 νομικός
2 αμφισβητούμενος (δικαστικά)
3 ανταγωνιστικός
4 εχθρικός
5 μαχητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---