ItalianoGreco


contingènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontinˈʤɛnte]

1 αναλογική μερίδα
2 μερίδα

contingènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontinˈʤɛnte]

1 τυχαίος
2 πιθανός
3 χρήσιμος σε καταστάσεις ανάγκης
4 μη αναγκαίος
5 απρόβλεπτος
6 μη αναμενόμενος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---