ItalianoGreco


contraddittòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kontradditˈtɔrjo]

1 διαφωνία
2 κατ' αντιπαράσταση εξέταση
3 επιχειρηματολογία
4 διαμάχη

contraddittòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kontradditˈtɔrjo]

1 αλληλοσυγκρουόμενος
2 αντιφατικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---