ItalianoGreco


contràrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtrarjo]

το αντίθετο

contràrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [konˈtrarjo]

αντίθετος, (-η, -ο) ανάποδος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


al contrario di = σε αντίθεση με || avere qualcosa in contrario = έχω αντίρρηση σε κάτι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---