ItalianoGreco


contròllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [konˈtrɔllo]

ο έλεγχος, η επαλήθευση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


controllo [αρσ.] antidoping = ο έλεγχος για χρήση αναβολικών ουσιών || controllo [αρσ.] passaporti = ο έλεγχος διαβατηρίων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---