convenévole
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [konveˈnevole]
1 συμβατικά κομπλιμέντα
2 χαιρετίσματα
3 ότι είναι κατάλληλο
4 ευγενικές παρατηρήσεις
convenévole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [konveˈnevole]
1 σωστός
2 πρέπων
3 βολικός
4 πλεονεκτικός
5 κατάλληλος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [konveˈnevole]
1 συμβατικά κομπλιμέντα
2 χαιρετίσματα
3 ότι είναι κατάλληλο
4 ευγενικές παρατηρήσεις
convenévole
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [konveˈnevole]
1 σωστός
2 πρέπων
3 βολικός
4 πλεονεκτικός
5 κατάλληλος
permalink
convenevole (ουσ αρσ )
convenevole (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android