ItalianoGreco


copèrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈpɛrto]

το σεβίτσιο, το κουβέρ

copèrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koˈpɛrto]

1 σκεπασμένος (-η, -ο)
2 (cielo) συννεφιασμένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


al coperto = σε κλειστό χώρο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---