ItalianoGreco


corétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈretto]

1 χώρος με κιγκλίδωμα για τον εκκλησιασμό χωριστά από το λοιπό εκκλησίασμα
2 ιδιωτικό παρεκκλήσι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---