corrèdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛdo]
1 βιβλιογραφία (εκτεταμένη)
2 σετ εργαλείων
3 εφοδιασμός
4 προικιά
5 κιβώτιο εργαλείων
6 εξοπλισμός
7 εφόδιο
8 εφόδια
9 σύνεργα
10 ερμηνευτικό σχόλιο
11 πλούτος
12 αφθονία
13 απόθεμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [korˈrɛdo]
1 βιβλιογραφία (εκτεταμένη)
2 σετ εργαλείων
3 εφοδιασμός
4 προικιά
5 κιβώτιο εργαλείων
6 εξοπλισμός
7 εφόδιο
8 εφόδια
9 σύνεργα
10 ερμηνευτικό σχόλιο
11 πλούτος
12 αφθονία
13 απόθεμα
permalink
corredo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android