ItalianoGreco


corrispettìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [korrispetˈtivo]

1 αμοιβή
2 ανταμοιβή
3 αποζημίωση
4 ψυχολογική αντιστάθμιση

corrispettìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [korrispetˈtivo]

1 αντιστοιχών
2 ισοδύναμος
3 σχετικός
4 αντίστοιχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---