ItalianoGreco


costrittìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kostritˈtivo]

1 στανικός
2 δεσμευτικός
3 καταναγκαστικός
4 εξαναγκαστικός
5 αδήριτος
6 αναγκαίος
7 υποχρεωτικός
8 αναγκαστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---