ItalianoGreco


cotennóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kotenˈnoso], [kotenˈnozo]

1 παχύδερμος
2 σκληρόδερμος
3 χοντρόπετσος
4 αναίσθητος
5 σκληρόκαρδος
6 ασυνείδητος
7 ανάλγητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---