ItalianoGreco


covàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [koˈvare]

1 κρυφοκαίω (μεταφορικά)
2 υποβόσκω (μεταφορικά)
3 φυλάω
4 βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση
5 εκκολάπτω
6 επωάζω
7 νεοσσεύω
8 κλωσώ


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


qui gatta [θηλ.] ci cova = κάποιο λάκκο έχει η φάβα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---