crapulóne
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [krapuˈlone]
1 κοιλιόδουλος
2 αδηφάγος
3 αχόρταγος
4 λίχνος
5 λαίμαργος
6 λιμάρης
7 λιχούδης
8 άπληστος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [krapuˈlone]
1 κοιλιόδουλος
2 αδηφάγος
3 αχόρταγος
4 λίχνος
5 λαίμαργος
6 λιμάρης
7 λιχούδης
8 άπληστος
permalink
crapulone (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android