ItalianoGreco


crapulóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [krapuˈlone]

1 κοιλιόδουλος
2 αδηφάγος
3 αχόρταγος
4 λίχνος
5 λαίμαργος
6 λιμάρης
7 λιχούδης
8 άπληστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---