ItalianoGreco


crocìfero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]

1 καλόγερος
2 σταυροφόρος
3 μεταφορέας σταυρού σε τελετή

crocìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]

1 σταυροφόρος
2 φέρων το σχήμα του σταυρού


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---