crocìfero
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]
1 καλόγερος
2 σταυροφόρος
3 μεταφορέας σταυρού σε τελετή
crocìfero
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]
1 σταυροφόρος
2 φέρων το σχήμα του σταυρού
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]
1 καλόγερος
2 σταυροφόρος
3 μεταφορέας σταυρού σε τελετή
crocìfero
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [kroˈʧifero]
1 σταυροφόρος
2 φέρων το σχήμα του σταυρού
permalink
crocifero (ουσ αρσ )
crocifero (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android