crudézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kruˈdettsa]
1 ωμότητα
2 σκληρότητα
3 κανιβαλισμός
4 σκληράδα
5 χοντροκοπιά
6 τραχύτητα
7 αγριότητα
8 αγένεια
9 δριμύτητα
10 βαρβαρότητα
11 βαναυσότητα
12 βιαιότητα
13 θηριωδία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kruˈdettsa]
1 ωμότητα
2 σκληρότητα
3 κανιβαλισμός
4 σκληράδα
5 χοντροκοπιά
6 τραχύτητα
7 αγριότητα
8 αγένεια
9 δριμύτητα
10 βαρβαρότητα
11 βαναυσότητα
12 βιαιότητα
13 θηριωδία
permalink
crudezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android