ItalianoGreco


cubìcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈbikolo]

1 σηκός (σε κατακόμβη)
2 διαχωρισμένο δωμάτιο ύπνου
3 διαχωρισμένο τμήμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---