ItalianoGreco


curàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kuˈrare]

γιατρεύω, φροντίζω

curàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kuˈrarsi]

1 νοιάζομαι
2 περιποιούμαι
3 προσέχω
4 ακολουθώ κάποια θεραπεία
5 φροντίζω τον εαυτό μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---