cùria
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkurja]
1 αυλή μεσαιωνικού ηγεμόνα
2 δικαστήριο
3 δικηγορικό σώμα
4 κυβέρνηση του πάπα
5 ποινικά δικαστήρια
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈkurja]
1 αυλή μεσαιωνικού ηγεμόνα
2 δικαστήριο
3 δικηγορικό σώμα
4 κυβέρνηση του πάπα
5 ποινικά δικαστήρια
permalink
curia (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android