Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkurja]

1 αυλή μεσαιωνικού ηγεμόνα
2 δικαστήριο
3 δικηγορικό σώμα
4 κυβέρνηση του πάπα
5 ποινικά δικαστήρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curdo curiale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curculione (ουσ αρσ )
curcuma (θηλ.ουσ)
curcumina (θηλ.ουσ)
curdo (ουσ αρσ )
curdo (επίθ.)
curia (θηλ.ουσ)
curiale (αρσ. επίθ και ουσ)
curialesco (επίθ.)
curiato (επίθ.)
curie (ουσ αρσ )
curiosaggine (θηλ.ουσ)
curiosamente (επίρ.)
curiosare (ρ.αμτβ.)
curiosità (θηλ.ουσ)
curioso (ουσ αρσ )
curioso (επίθ.)
curricolo (ουσ αρσ )
curriculum (ουσ αρσ )
curro (ουσ αρσ )
curry (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---