Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cùscuta, cuscùta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkuskuta], [kusˈkuta]

κουσκούτα (φυτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cuscus cuspidale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curvimetro (ουσ αρσ )
curvo (αρσ. επίθ και ουσ)
cuscinetto (ουσ αρσ )
cuscino (ουσ αρσ )
cuscus (ουσ αρσ )
cuscuta (θηλ.ουσ)
cuspidale (επίθ.)
cuspidato (επίθ.)
cuspide (θηλ.ουσ)
custode (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
custodia (θηλ.ουσ)
custodire (ρ. μτβ.)
custodirsi (ρ.μ. (αντων.))
cutaneo (επίθ.)
cute (θηλ.ουσ)
cuticagna (θηλ.ουσ)
cuticola (θηλ.ουσ)
cuticolare (επίθ.)
cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---