Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


damerìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dameˈrino]

1 εραστής κυριών
2 γυναικάς
3 φίλος γυναίκας
4 επιζητών γυναικεία συντροφιά
5 δανδής
6 κομψευόμενος
7 ελκυστικός σε κυρίες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  damasco damiera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

damaschinare (ρ. μτβ.)
damaschinatore (ουσ αρσ )
damaschinatura (θηλ.ουσ)
damaschino (αρσ. επίθ και ουσ)
damasco (ουσ αρσ )
damerino (ουσ αρσ )
damiera (θηλ.ουσ)
damiere (ουσ αρσ )
damigella (θηλ.ουσ)
damigiana (θηλ.ουσ)
damista (ουσ αρσ και θηλ.)
dammeno (επίθ.)
danaro (ουσ αρσ )
danaroso (αρσ. επίθ και ουσ)
dancing (ουσ αρσ )
danda (θηλ.ουσ)
dandismo (ουσ αρσ )
danese (ουσ αρσ και θηλ.)
danese (επίθ.)
Danimarca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---