Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dannóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [danˈnoso], [danˈnozo]

βλαβερός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dannosità Dante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

danneggiare (ρ. μτβ.)
danneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
danneggiato (αρσ. επίθ και ουσ)
danno (ουσ αρσ )
dannosità (θηλ.ουσ)
dannoso (επίθ.)
Dante (κύρ.όν. αρσ.)
dantesca (θηλ.ουσ)
dantesco (επίθ.)
dantismo (ουσ αρσ )
dantista (ουσ αρσ και θηλ.)
dantistica (θηλ.ουσ)
danza (θηλ.ουσ)
danzante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
danzare (ρ.αμτβ.)
danzatore (ουσ αρσ )
danzatrice (θηλ.ουσ)
dappertutto (επίρ.)
dappiè (επίρ.)
dappiede (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---