ItalianoGreco


dàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdato]

το δεδομένο

dàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈdato]

δεδομένος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dati [αρσ. πλυθ.] personali = τα προσωπικά στοιχεία || elaborazione [θηλ.] dati = η επεξεργασία δεδομένων



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---