ItalianoGreco


dazière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [datˈtsjɛre]

1 φοροεισπράκτορας
2 τελώνης
3 τελωνειακός υπάλληλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---