ItalianoGreco


decadiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekadiˈmento]

1 φθορά
2 κατάπτωση
3 μαρασμός
4 αυτόματη διάσπαση πυρήνα (πυρηνική φυσική)
5 παρακμή
6 καταστροφή
7 αποσύνθεση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z