ItalianoGreco


declamàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [deklaˈmato]

1 ρητορικός
2 αφηγητικός
3 ρετσιτατίβο
4 αφηγηματικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---