ItalianoGreco


décolleté  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dekolˈte]

1 φόρεμα με ντεκολτέ
2 ντεκολτέ

décolleté  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dekolˈte]

που έχει ντεκολτέ (για φόρεμα)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z