Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdefinitìvo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [definiˈtivo] οριστικός (-ή, -ό), τελειωτικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin definitiva = τελικά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |