ItalianoGreco


delatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [delaˈtore]

1 χαφιές
2 καταδότης
3 πληροφοριοδότης της αστυνομίας
4 ρουφιάνος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---