ItalianoGreco


deliberazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [deliberatˈtsjone]

1 σύσκεψη
2 βούλευμα
3 θέσπισμα
4 διάταγμα
5 απόφαση
6 κατακύρωση
7 επίλυση (διαφωνίας ή αμφιβολίας)
8 ψήφισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z