denaturànte
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]
ουσία νόθευσης ή μετουσίωσης
denaturànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]
1 νοθευτικός
2 που αλλοιώνει την φύση κάποιου πράγματος
3 που κάνει κάτι ακατάλληλο προς πόση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]
ουσία νόθευσης ή μετουσίωσης
denaturànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]
1 νοθευτικός
2 που αλλοιώνει την φύση κάποιου πράγματος
3 που κάνει κάτι ακατάλληλο προς πόση
permalink
denaturante (ουσ αρσ )
denaturante (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android