ItalianoGreco


denaturànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]

ουσία νόθευσης ή μετουσίωσης

denaturànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [denatuˈrante]

1 νοθευτικός
2 που αλλοιώνει την φύση κάποιου πράγματος
3 που κάνει κάτι ακατάλληλο προς πόση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z