ItalianoGreco


dentellàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dentelˈlare]

1 τρυπώ
2 διατρυπώ
3 ανοίγω σειρά τρύπες
4 κόβω δαντελωτά
5 δημιουργώ οδόντωση
6 χαράσσω εγκοπή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z