ItalianoGreco


depòsito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈpɔzito]

1 (di denaro) η παρακαταθήκη
2 (magazzino) η αποθήκη


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


deposito [αρσ.] bagagli = η φύλαξη αποσκευών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z