ItalianoGreco


destròide  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [desˈtrɔjde]

1 δεξιός πολιτικός ή ψηφοφόρος
2 ακροδεξιός πολιτικός ή ψηφοφόρος

destròide  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [desˈtrɔjde]

1 ακροδεξιός
2 δεξιός (πολιτικά)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z