determinazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [determinatˈtsjone]
1 προσδιορισμός
2 ορισμός
3 καθορισμός
4 επιμέτρηση
5 αποφασιστικότητα
6 θεληματικότητα
7 θέληση
8 υπολογισμός
9 αποτίμηση
10 απόφαση
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [determinatˈtsjone]
1 προσδιορισμός
2 ορισμός
3 καθορισμός
4 επιμέτρηση
5 αποφασιστικότητα
6 θεληματικότητα
7 θέληση
8 υπολογισμός
9 αποτίμηση
10 απόφαση
permalink
determinazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android