ItalianoGreco


devòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [deˈvɔto]

1 ζηλωτής
2 θιασώτης
3 μερακλής
4 ευσεβής άνθρωπος
5 λάτρης

devòto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [deˈvɔto]

αφοσιωμένος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---