ItalianoGreco


digrossàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [digrosˈsare]

1 διδάσκω βασικές γνώσεις
2 διδάσκω εισαγωγικές γνώσεις
3 ραφινάρω
4 εκλεπτύνω
5 λεπταίνω
6 μειώνω
7 αφαιρώ τραχεία επιφάνεια
8 διδάσκω στοιχειώδεις γνώσεις
9 λαξεύω

digrossarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [digrosˈsarsi]

εξευγενίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---