dipìnto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]
η ζωγραφία, ο πίνακας ζωγραφικής
dipìnto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]
1 χρωματισμένος
2 ζωγραφισμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]
η ζωγραφία, ο πίνακας ζωγραφικής
dipìnto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]
1 χρωματισμένος
2 ζωγραφισμένος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
dipinto [αρσ.] a olio = η ελαιογραφία
dipinto (ουσ αρσ )
dipinto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android