ItalianoGreco


dipìnto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]

η ζωγραφία, ο πίνακας ζωγραφικής

dipìnto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈpinto]

1 χρωματισμένος
2 ζωγραφισμένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


dipinto [αρσ.] a olio = η ελαιογραφία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---