disaccòrdo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dizakˈkɔrdo]
1 διχασμός
2 έριδα
3 διαφωνία
4 διαφορά
5 ασυμφωνία
6 διχοστασία
7 διχογνωμία
8 αντιπαράθεση
9 αντίθεση
10 δυσαρμονία
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [dizakˈkɔrdo]
1 διχασμός
2 έριδα
3 διαφωνία
4 διαφορά
5 ασυμφωνία
6 διχοστασία
7 διχογνωμία
8 αντιπαράθεση
9 αντίθεση
10 δυσαρμονία
permalink
disaccordo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android