ItalianoGreco


disàgio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈzaʤo]

η στενοχώρια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sentirsi a disagio = βρίσκομαι σε αμηχανία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---