ItalianoGreco


discórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [disˈkorso]

η ομιλία, ο λόγος η συζήτηση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


attaccare un discorso = αρχίζω τη συζήτηση || discorso [αρσ.] diretto = ο ευθύς λόγος || discorso [αρσ.] indiretto = ο πλάγιος λόγος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---