ItalianoGreco


disgregazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dizgregatˈtsjone]

1 διάλυση
2 διαχωρισμός
3 αποσύνθεση
4 σπάσιμο
5 διάσπαση
6 αποικοδόμηση
7 απόσπαση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---