ItalianoGreco


disillùso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dizilˈluzo]

1 ρεαλιστικός
2 προσγειωμένος στην πραγματικότητα
3 που δεν κατέχεται από ψευδαισθήσεις


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---